κοράσιον

κοράσιον
κορᾱσ-ιον, τό, in later Gr., Dim. of κόρη,
A little girl, maiden, Philippid.36, AP9.39 (Music.), IG7.3325 ([place name] Chaeronea), GDI1705, al. (Delph.), PStrassb.79.2 (i B. C.), LXX Ru.2.8, Ev.Matt.9.24, etc. [[pron. full] , APl.c.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοράσιον — κοράσιον, τὸ (ΑM) βλ. κοράσι …   Dictionary of Greek

  • κοράσιον — little girl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίοις — κοράσιον little girl neut dat pl κορᾱσίοις , κορέω satiate fut opt act 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίου — κοράσιον little girl neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίων — κοράσιον little girl neut gen pl κορᾱσίων , κορέω satiate fut part act masc nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορασίῳ — κοράσιον little girl neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοράσια — κοράσιον little girl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] …   Dictionary of Greek

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κορασοπούλα — η (Μ κορασοπούλα) κοριτσάκι, κοπελίτσα μσν. ακόλουθος, θεραπαινίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + πούλα, θηλ. τού πουλος (< λατ. pullus), πρβλ. ελληνο πούλα, πριγκιπο πούλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”